- ημερόκοιτος
- ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, -ον (Α)(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ' ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ομό-κοιτος παρά-κοιτος].
Dictionary of Greek. 2013.