ημερόκοιτος

ημερόκοιτος
ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, -ον (Α)
(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ' ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ομό-κοιτος παρά-κοιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡμερόκοιτος — sleeping by day masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερόκοιτον — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem acc sg ἡμερόκοιτος sleeping by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροκοίτου — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem/neut gen sg ἡμεροκοίτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροκοίτους — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ἁμερόκοιτοι — ἁ̱μερόκοιτοι , ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”